Θωμάς εκ Κέμπης

Αναζήτησα την γαλήνη παντού και πουθενά δεν τη βρήκα, παρά σε μια γωνιά μ'ένα βιβλίο. (Θωμάς ο εκ Κέμπης, 1471)

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

«Το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν», Κώστας Δρουγαλάς

Εκδόσεις Πικραμένος , 2016
σελ. 288
 
 
...«αλλά να θυμάσαι πως είσαι άνθρωπος με ιδέες, κι αν θες τη γνώμη μου, σε συμβουλεύω να μην τις ξεχάσεις ποτέ. 'Αλλοι γεννιούνται και πεθαίνουν χωρίς να πιστέψουν ποτε και σε τίποτα. Έχουν όμως την αίσθηση πως θα ζήσουν για πάντα. Η αθανασία είναι η πιο θλιβερή επινόηση των ζωντανών».
 
...«Μερικές φορές ό,τι κι αν κάνουμε, απλώς δεν αρκεί. Άλλες φορές πάλι κάνουμε τα πάντα, και πάλι δεν φτάνει».

 Όσοι μας διαβάζουν θα έχουν καταλάβει ότι αντιμετωπίζουμε με δυσπιστία την ελληνική λογοτεχνία. Ένας από τους λόγους που αυτό συμβαίνει, είναι γιατί σε μεγάλο βαθμό οι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς αντιγράφουν τους ξένους, σε ότι αφορά την καθημερινότητα των ηρώων, τις εικόνες, τους χώρους, τις συνήθειες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η δυνατότητα ταύτισης μας με αυτούς. Ενώ δηλαδή το βιβλίο μπορεί να είναι εξαιρετικό, τελικά δεν αποκομίζουμε όφελος από την πατρότητα του. Διαβάζουμε κάτι ελληνικό αλλά ταυτόχρονα ξένο για εμάς. 

«Το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν» όμως δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Είναι μια ιστορία για την κρίση, την κρίσης της Ελλάδας, την οικονομική κρίση, την κρίση αξιών, την κρίση ανθρωπισμού. Διαδραματίζεται εδώ, και μας δείχνει ζωντανές τις εικόνες που ξέρουμε, που έχουμε όλοι βιώσει. Έχει τις ίδιες αναμνήσεις με εμάς και κάνει τα ίδια όνειρα για το μέλλον. 

Στην Θεσσαλονίκη της κρίσης, σε μια γειτονιά, συνυπάρχουν άνθρωποι που το μόνο που τους ενώνει είναι οι κατεστραμμένες ζωές τους. Μια μητέρα με κατάθλιψη και τάσεις αυτοκτονίας, ένας γιος πλανόδιος μουσικός, εμπνευσμένος από το έργο του Μπομπ Ντίλαν και ο αδερφός του να προσπαθεί με δυο δουλείες, να σώσει την αστική τους υπόσταση. Ένας βίαιος πατέρας με μια φοβισμένη γυναίκα και μια κόρη που προσπαθεί να ξεφύγει και να χρωματίσει το κόσμο. Ένας αστυνομικός θέλει να αναλάβει το ρόλο του φύλακα άγγελου των ανθρώπων για να ξορκίσει την διαλυμένη του ζωή. Στο φόντο οι άστεγοι της κρίσης, νέοι και παλιοί, απλά υπάρχουν, έχοντας αποδεχθεί της ίδια τους την άστεγη ύπαρξη. 

«Το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν» δεν είναι ένα μυθιστόρημα μόνο για την σύγχρονη Ελλάδα και την οικονομική κρίση. Πίσω απο αυτή την αφορμή υπάρχει το δεύτερο επίπεδο, αυτό των χαμένων αξιών της σύγχρονης ζωής. Μέσα από την καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων, βλέπουμε την ίδια ανθρώπινη φύση, την πλεονεξία, την βία, τον εγωισμό αλλά και την ανάγκη για επιβίωση, τα όνειρα και την ελπίδα.  

Ο Κώστας Δρουγαλάς εντυπωσιάζει και τεχνικά, με μεστή γλώσσα και ισορροπία ανάμεσα στις περιγραφές και τους διαλόγους. Κατορθώνει να διατηρήσει από την αρχή μέχρι το τέλος έναν εξαιρετικό, σχεδόν κινηματογραφικό ρυθμό. Δημιουργώντας ένα από τα βιβλία που διαβάσαμε με τον πιο γρήγορο αναγνωστικό ρυθμό και που το κατατάξαμε στην πεντάδα των αγαπημένων μας ελληνικών μυθιστορημάτων.

Ακολουθεί συνέντευξη που ευγενικά μας παραχώρησε ο συγγραφέας:
 
Κώστα, γιατί πήρες την απόφαση να γράψεις και να εκδόσεις ένα βιβλίο;
Πρώτα ένιωσα την ανάγκη της έκφρασης μέσω της συγγραφής κι ύστερα από καιρό αισθάνθηκα έτοιμος να εκτεθώ ενώπιον του αναγνωστικού κοινού. Όλα όμως έχουν να κάνουν με την παλιά ανάγκη: ένα βιβλίο αποτελεί γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη. Αυτή η παλιά ανάγκη είναι η απάντηση.

Η ιστορία είναι εξαιρετικά ρεαλιστική. Υπάρχουν βιογραφικά ή αυτοβιογραφικά στοιχεία;
Η ιστορία είναι ρεαλιστική, γιατί πραγματεύεται καταστάσεις που υπάρχουν δίπλα μας και μέσα μας: η αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού, οι νεοάστεγοι, η κατάθλιψη, η οικογενειακή αποδιοργάνωση, η φυγή από τη σκληρή πραγματικότητα και η λύτρωση μέσα από την αγάπη και την τέχνη, σίγουρα λένε πολλά στους περισσότερους από εμάς.

Οφείλω να σου πω ότι η ροή του λόγου σου είναι άρτια. Οι περιγραφές και οι διάλογοι πλήρως ισορροπημένοι, με αποτέλεσμα το βιβλίο να μην κουράζει ενώ την ίδια στιγμή να είναι περιεκτικό. Γνωρίζω ότι είσαι φιλόλογος και διορθωτής. Πιστεύεις ότι η τεχνική αρτιότητα βοηθάει έναν συγγραφέα και τελικά ένα βιβλίο να βγει καλό ή πιστεύεις πιο πολύ στο συναίσθημα και στο πάθος και ας υπάρχουν και μερικά τεχνικά λάθη;
Η απάντηση βρίσκεται στη μέση, αφού η λογοτεχνία χρειάζεται ένα επαρκές απόθεμα και από τα δύο: από τη μία, χωρίς την τεχνική, το αποτέλεσμα φαντάζει σαν έναν σωρό κακογραμμένες ή μισοτελειωμένες σελίδες· από την άλλη, χωρίς το συναίσθημα, η κατάληξη μοιάζει παγωμένη, αποστεωμένη. Στο συγκεκριμένο κομμάτι η λογοτεχνία μοιάζει με τη ζωή: θέλει διορθώσεις και αλλαγές για να έρθει η ισορροπία.

Παρόλο που η θεματολογία του θα το δικαιολογούσε, τελικά το βιβλίο σου, τουλάχιστον έτσι το εξέλαβα εγώ, δεν αποτελεί φωνή καταγγελίας ή διαμαρτυρίας. Αποτυπώνει μια πραγματικότητα και «πετάει το μπαλάκι» στον αναγνώστη για την περαιτέρω κρίση και απόδοση ή όχι ευθυνών. Είναι έτσι;
Το μυθιστόρημα σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί φωνή καταγγελίας ή διαμαρτυρίας. Εάν δίνει τη συγκεκριμένη εντύπωση, τότε νομίζω πως ο λογοτεχνικός στόχος δεν επετεύχθη ολοκληρωτικά. Κανένας συγγραφέας δεν δικαιούται τον τίτλο του σοφού δημογέροντα μόνο και μόνο επειδή έγραψε μερικές αράδες που άρεσαν στον κόσμο. Όσο για τον αναγνώστη, καλό είναι να βγάζει τα δικά του συμπεράσματα και να μην καθοδηγείται από συγγραφικές φενάκες. Άλλωστε, όπως υποστήριζε κι ο Πασκάλ, οι άνθρωποι πείθονται πιο εύκολα από εξηγήσεις που ανακαλύπτουν μόνοι τους.

Τελικά ο κάθε ένας χρειάζεται τον δικό του Μπομπ Ντίλαν για να βρει την αλήθεια του;
Πολλοί άνθρωποι χρειάζονται τον δικό τους Ντύλαν, τον φάρο που θα τους οδηγήσει με ασφάλεια στο πλησιέστερο λιμάνι. Ωστόσο οι μέντορες –όπως κι ο σπουδαίος Αμερικανός τραγουδοποιός στο βιβλίο– μπορούν μόνο να βοηθήσουν κι όχι να βρουν τη λύση, αφού όλα είναι υποκειμενικά: αυτό το γνωρίζει πολύ καλά τόσο ο Ντύλαν του μυθιστορήματος όσο κι ο Ντύλαν της πραγματικότητας. Ο καθένας θα πρέπει να κοιτάξει μέσα του για την αλήθεια. Ή αλλιώς, για να το πούμε με τα λόγια του Τσαρλς Μπουκόφσκι: «Οφείλουμε να φέρουμε το δικό μας φως στο σκοτάδι».

Ποια είναι η γνώμη σου για την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία; Υπάρχουν καλά έργα; Είναι αρκετά;
Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία έχει να επιδείξει πολύ αξιόλογα δείγματα σε όλες τις μορφές του λόγου, απλώς σε αρκετές περιπτώσεις θα πρέπει να «σκάψουμε» βαθιά για να τα βρούμε. Ωστόσο, για έναν επαρκή αναγνώστη, τα καλά βιβλία ποτέ δεν είναι αρκετά.

Ποιος είναι ο αγαπημένος σου ξένος και ποιος Έλληνας συγγραφέας;
Από τους ξένους θα επέλεγα τον Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ κι από τους Έλληνες τον Ισίδωρο Ζουργό. Και οι δύο έχουν κάτι κοινό: διαβάζοντάς τους αισθάνομαι ότι μπορώ να μπω στη διανοητική κατάσταση του δημιουργού.

Ποια είναι τα πέντε πιο αγαπημένα σου βιβλία, αυτά που θα έπαιρνες αν έπρεπε να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου με αυτά σε ένα ξερονήσι;
Η ερώτηση είναι πολύ δύσκολη, αφού την επόμενη κιόλας στιγμή η λίστα θα μπορούσε να αλλάξει:
«Ο φύλακας στη σίκαλη», Τζ. Ντ. Σάλιντζερ
«Ηλιόπετρα», Οκτάβιο Πας
«Ο άρχοντας των μυγών», Ουίλλιαμ Γκόλντινγκ
«Το βιβλίο της ανησυχίας», Φερνάντο Πεσσόα
«Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή», Ράινερ Μαρία Ρίλκε

Ετοιμάζεις κάτι συγγραφικό στο μέλλον;
Πολύ φοβάμαι πως όχι. Ό,τι έχω γράψει από το Τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν κι ύστερα, το πιο πιθανό είναι να καταλήξει στο συρτάρι. Θα εκτεθώ όταν νιώσω ξανά έτοιμος, ωστόσο νομίζω πως η ώρα αυτή θα αργήσει να έρθει.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου