Εκδόσεις Gutenberg, 2017
Σελ. 409
Μετάφραση Αθηνά Δημητριάδου
Στις 13 Ιουνίου 1963, ο Αμερικανός συγγραφέας John Williams (1922-1994), έγραψε μια επιστολή από το πανεπηστήμιο του Ντένβερ όπου δίδασκε Αγγλική φιλολογία, προς την ατζέντη του Marie Rodell, με στόχο να υπερασπιστεί το βιβλίο του με τίτλο «Stoner», για το οποίο η πράκτορας είχε μάλλον αρνητική προδιάθεση. Μεταξύ άλλων έγραφε:
«…Υποψιάζομαι ότι συμφωνώ μαζί σας για τις εμπορικές δυνατότητες, αλλά υποψιάζομαι επίσης ότι το μυθιστόρημα μπορεί να μας εκπλήξει από αυτή την άποψη. Δεν έχω ψευδαισθήσεις ότι θα είναι «μπεστ σέλερ» ή κάτι τέτοιο, αλλά αν το χειριστούμε σωστά (αυτό είναι πάντα το θέμα), δηλαδή αν ο εκδότης δεν το θεωρήσει απλώς άλλο ένα ακαδημαϊκό μυθιστόρημα.……, μπορεί να έχει μια αξιοθαύμαστη εμπορική πορεία. Το μόνο πράγμα για το οποίο είμαι βέβαιος, είναι ότι είναι ένα καλό μυθιστόρημα, με το χρόνο μπορεί ακόμη και να θεωρηθεί ως ένα ουσιαστικά καλό».
Τελικά «Ο Στόουνερ» εκδίδεται το 1965 (Viking Press), και ενώ λαμβάνει λίγες αλλά από αξιοπρεπείς έως πολύ καλές κριτικές, εμπορικά αποτυγχάνει και δεν επανεκδίδεται. Από τον επόμενο κιόλας χρόνο περνάει στην λήθη ακόμη και των πιο ψαγμένων αναγνωστών.
Επτά χρόνια αργότερα ο Williams θα κερδίσει το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου με το μυθιστόρημα του «Αύγουστος». Αυτή θα είναι και η μεγαλύτερη εκδοτική στιγμή του, αν και ο ίδιος θα προτιμήσει να απουσιάσει από την τελετή. Την ίδια χρονιά «Ο Στόουνερ» έρχεται στην Αγγλία (1973, Longman), ενώ θα ακολουθήσει επανέκδοση του το 2003 (Vintage).
Όμως εμπορικά η επιτυχία θα έρθει το 2011, σαράντα έξι χρόνια μετά την πρώτη έκδοση και δεκαεπτά χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα. Η Γαλλίδα συγγραφέας και μεταφράστρια Anna Gavalda, θα μεταφράσει το έργο στα Γαλλικά και ξαφνικά θα γίνει μια από τις μεγαλύτερες εκδοτικές επιτυχίες, αρχικά στην Γαλλία και την συνέχεια στην Ολλανδία και σε όλη την Ευρώπη. Το newyorker.com το 2013 ονόμασε τον Στόουνερ «The greatest American novel you have never heard of». Οι Έλληνες εκδότες θα καθυστερήσουν, αλλά το 2017 έχουμε την πρώτη ελληνική έκδοση στα χέρια μας (Gutenberg, μτφ. Αθηνά Δημητριάδου). Στον κόσμο των βιβλιόφιλων «Ο Στόουνερ» λαμβάνει την θέση του κλασικού έργου αν και το αναγνωστικό κοινό συνεχίζει να είναι διχασμένο. Θα λέγαμε μάλιστα ότι πρόκειται για βιβλίο που ή θα μισηθεί ή θα αγαπηθεί. Αυτή όμως η απουσίας δυνατότητας μέτριας ή χλιαρής άποψης, δείχνει ακριβώς την λογοτεχνική του αξία. Είμαστε από αυτούς που θεωρούν ότι «Ο Στόουνερ» είναι λογοτεχνικό αριστούργημα και κατατάσουν τον Willliams ως έναν συγγραφέα που πέτυχε αυτό που όλοι οι συγγράφεις ονειρεύονται. Να γοητεύσει με την απλότητα και χωρίς επιτήδευση.
Το βιβλίο πραγματεύεται την ζωή του Γουίλιαμ Στόουνερ, από την φτώχια και τα χωράφια της Αμερικάνικης επαρχίας μέχρι την ακαδημαϊκή καριέρα και τον όχι και τόσο επιτυχημένο γάμο του. Και τι λογοτεχνικό ενδιαφέρον μπορεί να παρουσιάζει ένας μέτριος καθημερινός βίος όπως εκατομμύρια ανθρώπων; Γιατί πρέπει να μας ενδιαφέρει ο αγώνας για επιβίωση και η παράνομη ερωτική του σχέση; Και πως μπορούν να αποτελούν μυθιστορηματική πλοκή οι αντιθέσεις στην επαγγελματική του ζωή ή το μεγάλωμα του παιδιού του; Ο συγγραφέας θα κλιμακώσει αυτό το ερώτημα από τις πρώτες κιόλας σελίδες.
«Αν τύχει και κάποιος φοιτητής συναντήσει το όνομα Γουίλιαμ Στόουνερ, ενδέχεται να αναρωτηθεί γενικά και αόριστα ποιος ήταν αυτός· η περιέργεια του πάντως σπάνια θα ξεπεράσει το επίπεδο της απλής ερώτησης. Οι συνάδελφοι του Στόουνερ, οι οποίοι δεν του είχαν ιδιαίτερη εκτίμηση όσο ζούσε, τώρα πια τον αναφέρουν σπανίως· στους μεγαλύτερους το όνομά του λειτουργεί ως υπενθύμιση του αναπόφευκτου για όλους τέλους, για τους νεότερους είναι απλώς ένας ήχος που δεν ανακαλεί τίποτε από το παρελθόν ούτε τους θυμίζει κάποιον που είχε σχέση με τους ίδιους ή τη σταδιοδρομία τους».
Ίσως για κάποιους η λογοτεχνία να είναι τρόπος να ξεφύγουν από την ζωή. Δεν συνιστούμε σε αυτούς αυτό το βιβλίο. Για όσους όμως η λογοτεχνία είναι η ίδια η ζωή, ο καθρέπτης της καθημερινότητας και που ανεξάρτητα από το είδος ανάγνωσης βρίσκουν πάντα τα μαθήματα που τους λείπουν αλλά και λατρεύουν τον ιστό της ταύτισης που γίνεται κάθε φορά διαβάζοντας και που κάθε φορά οδηγεί στην απελευθέρωση, το βιβλίο αυτό θα αποτελέσει σίγουρα ένα τρομερό εφόδιο. Για όσους ανήκουν σε αυτούς που βλέπουν την ανάγνωση ως απόλαυση (όπως και ο ίδιος ο Στόουνερ) θα έρθουν αντιμέτωποι με ένα τεχνικά άρτιο κείμενο, με μια εξαιρετική απλότητα λόγου, μια σταθερή ροή που χωρίς να πιέζει ή να εκβιάζει τον αναγνώστη του επιτρέπει να βιώσει όλα εκείνα τα συναισθήματα που είναι απαραίτητα για να είναι η ζωή αληθινή.
Φυσικά η ζωή έχει πρωτίστως συναισθήματα πικρίας και θλίψης (αφού χωρίς ταπείνωση δεν υπάρχει εξέλιξη) και αυτά κυριαρχούν στο βιβλίο. Κάποιοι «κατηγόρησαν» τον Στόουνερ ότι πρόκειται απλά για το χρονικό της ζωής ενός αποτυχημένου. Ο ίδιος ο Γουίλιαμς σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του που έδωσε το 1985 είπε:
«Κατά τη γνώμη μου (ο Στόουνερ), είναι ήρωας με όλη τη σημασία της λέξης. Πολλοί από αυτούς που διάβασαν το βιβλίο σχημάτισαν την εντύπωση ότι ο Στόουνερ έζησε μια κακή και θλιβερή ζωή. Το βέβαιο είναι ότι έζησε καλύτερα από τον περισσότερο κόσμο».
Σύμφωνα με τον John McGahern ο οποίος προλογίζει την έκδοση, η κεντρική ιδέα του βιβλίου είναι ο έρωτας σε όλες τις πτυχές του. Στο εξαιρετικό επίμετρο του στην ίδια έκδοση, ο Άρης Μπερλής αντιπαραθέτει ως κεντρική ιδέα την αναπόδραστη τραγικότητα της ζωής. Για εμάς συνυπάρχουν σε ισόποσες δόσεις τόσο ο έρωτας όσο και η τραγικότητα των ηρώων, όπως η φιλία και η πατρότητα. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι για τον ίδιο τον Στοουνερ δεν υπάρχει κεντρική ιδέα. Ο Στόουνερ ζει και δεν τον απασχολεί αν ζει καλά ή άσχημα και αυτό γιατί επέλεξε απλά να ζει.