Θωμάς εκ Κέμπης

Αναζήτησα την γαλήνη παντού και πουθενά δεν τη βρήκα, παρά σε μια γωνιά μ'ένα βιβλίο. (Θωμάς ο εκ Κέμπης, 1471)

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

"Ο μέτριος βίος του Αλέξανδρου Βαλέτα", Μ. Τασάκος (παρουσίαση βιβλίου και συνέντευξη του συγγραφέα)



Το βιβλίο «Ο μέτριος βίος του Αλέξανδρου Βαλέτα» διατίθεται μόνο σε  ηλεκτρονική μορφή, χωρίς κόστος από την ιστοσελίδα των εκδόσεων Νοva Atlantis  και 24γράμματα (διορθωμένη έκδοση).

Ο γνωστός και καταξιωμένος  δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Λαμπρόπουλος, με αφορμή ένα φιλικό στοίχημα και την λαχτάρα ενός εκπαιδευόμενου δημοσιογράφου, θα βρεθεί στην κατοχή του  με το ημερολόγιο ενός αυτόχειρα. Αρχικά από περιέργεια και μόνο, θα διαβάσει το ημερολόγιο που αποτυπώνει την ζωή του Αλέξανδρου Βαλέτα, ενός εκ πρώτης όψεως συνηθισμένου ανθρώπου. Όμως η απλή ανάγνωση σιγά σιγά του γίνεται πάθος και πριν το καταλάβει θα βρεθεί στα μέσα μιας έρευνας η οποία θα έχει απροσδόκητα αποτελέσματα.

Στο μικρό αυτό βιβλίο, ο αναγνώστης θα έχει την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με όλη την Ελληνική πολιτική και κοινωνική Ιστορία από την δεκαετία του ’60 ως τις μέρες μας συμπυκνωμένη σε 70 σελίδες. Τα ονόματα και οι ημερομηνίες δεν παίζουν ρόλο, έτσι και αλλιώς η Ιστορία προϋπήρχε και θα επαναληφθεί πολλές ακόμη φορές. Οι εικόνες είναι ζωντανές και τα συναισθήματα έντονα. Ειδικά η εικόνα και η αισθητική της αλλοτριωμένης μεταπολιτευτικής γενιάς και η άσκοπη προσπάθεια της να ενσωματωθεί στην νέα κοινωνία είναι κινηματογραφικά ζωντανή. Σε αυτό βοηθάει και η γραφή η οποία είναι ουσιώδης χωρίς φλυαρίες και άσκοπες περιγραφές.

Η ματαιοδοξία των ανθρώπων και  το πώς επιλέγουν με δική τους ευθύνη να ζουν στο σκοτάδι έρχεται σε διαρκή σύγκρουση με την ίδια την ζωή και τα εμπόδια που αυτή βάζει και είναι αδύνατον να ξεπεραστούν. Όποια και αν είναι η έκβαση  αυτής της σύγκρουσης και όποιες οι λίγες χαραμάδες φωτός το αποτέλεσμα είναι μέτριο, ένας μέτριος βίος. Υπάρχει άραγε ελπίδα; Ο Μ. Τασάκος καταγράφει τα γεγονότα αποστασιοποιημένα στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου ώσπου λίγο πριν το τέλος αποφασίζει να πάρει θέση.

«Ο μέτριος βίος του Αλέξανδρου Βαλέτα» είναι ένα μικρό διαμάντι που μυρίζει Ελλάδα και  που αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση στο τέλος, όπως άλλωστε και η ίδια η ζωή, ο δικός μας βίος, ειδικά όταν είναι μέτριος.

  Ακολουθεί συνέντευξη που ευγενικά μας παραχώρησε ο συγγραφέας.



Υποθέτω ότι το Μ. Τασάκος είναι ψευδώνυμο. Εκτός και αν πρόκειται για σύμπτωση και συνωνυμία με τον ήρωα του Καραγάτση (γέλια). Γιατί  επιλέξατε να μην κυκλοφορήσετε το βιβλίο με το αληθινό σας όνομα;

Μα αυτό είναι το όνομα της αληθινής μου ταυτότητας, εκείνο με το οποίο περιδιαβαίνω τον κόσμο, το αλεξικέραυνο που πάνω του εκτονώνονται μίση και έχθρητες, διαφωνίες, φιλίες και έρωτες και είναι πολύτιμο εργαλείο για την μετάλλαξη της λογοτεχνίας σε ζωή πραγματική, στέρεη, διαχρονική. Δεν είναι συνωνυμία συμπτωματική, μα βιωματική. Γι αυτό και η αξία της υπερβαίνει τον εκβιασμό και τον καταναγκασμό της αστυνομικής ταυτότητας. Στην γέννηση και στον θάνατο τα χαρτιά γράφουν ένα όνομα που επέλεξαν άλλοι, μα στο ενδιάμεσο χρειάζομαι έναν μύθο και μια ταυτότητα δικής μου επιλογής. Η επίσημη αλλαγή του ονόματος έγινε χρόνια πριν, στην ανηφόρα της Ηρακλείτου, δίπλα στο ερειπωμένο αρχοντικό που φιλοξένησε κάποτε τον Καραγάτσειο ήρωα… άλλωστε δεν με ενδιαφέρουν οι συγγραφείς που βαδίζουν στο φως παράλληλα με τα βιβλία τους. Το βιβλίο χρειάζεται το ακροατήριο μιας πλατείας, μα ο συγγραφέας του τον έλεγχο και την ασφάλεια μιας κρυψώνας…

Σε κάποια από τις ιστοσελίδες που προσφέρουν το βιβλίο σας δωρεάν σε ηλεκτρονική μορφή, υπήρχε ένα σχόλιο αναγνώστη που απορούσε πως είναι δυνατόν το βιβλίο αυτό να μην βρήκε εκδότη. Η απορία αυτή είναι και δική μου μου.  Μήπως δεν σας ενδιέφερε η έντυπη έκδοση;

Μεγάλωσα με τον πρωτογονισμό της ξύστρας, τα γδαρμένα από την σκληρή γόμα τετράδια και την πνιγηρή μυρωδιά του φρεσκοτυπωμένου βιβλίου. Κανείς νομίζω δεν μπορεί να ξεφύγει οριστικά από τα αρώματα της νηπιακής του ηλικίας, την πρώτη επαφή, την πρώτη μελωδία ή τον πρώτο του έρωτα προς οτιδήποτε. Χειρίζομαι κάπως ικανοποιητικά τα σημερινά μέσα και την τεχνολογία, μα παραμένω primitif και με την μυρωδιά του εντύπου συνεχίζω να συντηρώ μνήμες, ακόμη και όταν το περιεχόμενό του είναι αδιάφορο, κακό ή συγγενεύει με την ηλιθιότητα. Και δυστυχώς παραμένω ανοήτως ματαιόδοξος. Η πρώτη μου επιλογή ήταν πράγματι η έντυπη έκδοση, μα το βιβλίο από τους εκδότες που μ ενδιέφεραν κρίθηκε μεν πολύ ευνοϊκά, αλλά τελείως ξένο με τις απαιτήσεις της αγοράς. Ξέρετε, πιθανότατα να έχουν ένα δίκαιο και στην περίπτωση αυτή, προτιμώ την ησυχία και το σκοτάδι του συρταριού από τις αράχνες στο ράφι και την μούχλα στα υπόγεια παλαιοβιβλιοπωλεία.  Κάποιες φορές η εκλεπτυσμένη αλαζονεία ενός esthete, είναι πολύ προτιμότερη από το λαχανιασμένο marketing της συγκυρίας. Το περίεργο όμως είναι πως το ταξίδι του βιβλίου στο ηλεκτρονικό χάος, απέδειξε πως ένα κοινό ήταν διαθέσιμο και έτοιμο να δεχθεί την συγκεκριμένη εκδοτική πρόταση…

Τελικά εκ των υστέρων, το διαδίκτυο και η δωρεάν διάθεση βοήθησαν στην διάδοση του βιβλίου σας; Πιστεύετε ότι μια έντυπη έκδοση θα έβρισκε μεγαλύτερη απήχηση;

Το διαδίκτυο έχει μια αμεσότητα εκπληκτική και μια ταχύτητα αδιανόητη για τα πρώιμα χρόνια της δικής μου γενιάς. Μετά από ένα χρόνο περίπου παρουσίας του βιβλίου στο διαδίκτυο, οι αριθμοί δείχνουν μερικές χιλιάδες αναγνώσεις, σίγουρα πολύ περισσότερες από εκείνες που θα περίμενε κάποιος από μία έντυπη έκδοση. Μα θα μου επιτρέψετε να πω στο σημείο αυτό πως περισσότερη σημασία από την μορφή που θα κυκλοφορήσει ένα βιβλίο, έχει ο βηματισμός του, η ενασχόληση μαζί του, ο χειρισμός των αντιδράσεων που θα προκαλέσει, ο χρόνος που θα κλέψει από τους αναγνώστες, οι ζωές που θα επηρεάσει. Και κυρίως η αφομοίωση του προβληματισμού που προτείνει, τουλάχιστον από μία μερίδα αναγνωστών. Σιχαίνομαι τις επιμονές των δεινόσαυρων και την συνεχή επίκληση μιας ασπρόμαυρης εποχής, μα έχω την αίσθηση πως η συμπίεση του χρόνου και οι επικοινωνιακοί κώδικες της τεχνολογίας έχουν τραυματίσει την λογοτεχνία και έχουν ενισχύσει την ευκολία της αφήγησης. Θα αντιληφθείτε ίσως καλύτερα αυτό που λέω όταν ανατρέξετε σε πρακτικά από παλιότερες λογοτεχνικές λέσχες, περιοδικά κριτικής, άρθρα σε εφημερίδες… Δείτε για παράδειγμα τις κριτικές του Άγρα ή του Σαββίδη, πολλές φορές οι αναφορές ενός Μυριβήλη ή Παλαμά σε νέες εκδόσεις ήταν αξιόλογα βιβλία από μόνα τους… Κάθε σημαντικό βιβλίο τροφοδοτούσε συζητήσεις αναλυτικές, διαφωνίες έντονες, σχολές και υποστηρικτές επίμονους.  Για το περιεχόμενο του φυσικά, όχι για το εξώφυλλο, την τιμή ή τις ιδιοτροπίες του συγγραφέα του. Μα όλη αυτή η σκόνη που σήκωναν τα βιβλία με την  έκδοσή τους,  δεν έχει να κάνει μόνο με την εποχή, αλλά κύρια με την λογοτεχνική τους αξία. Ίσως εδώ να βρίσκεται και ο πυρήνας μιας ενδιαφέρουσας συζήτησης, μα είναι ένα θέμα τεράστιο και θα ξεφύγουμε πολύ…

Το βιβλίο σας αν και παρουσιάζεται ως μυθιστόρημα, έχει δυσδιάκριτα όρια μεταξύ αλήθειας και μύθου. Διαβάζοντας το, αισθανόμουν ότι διάβαζα μια αληθινή ιστορία. Σε αυτό βεβαίως βοήθησε και η αφηγηματική τεχνική με την οποία δίνεται το έργο. Μήπως στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα ίσως και αυτοβιογραφικά;

Θα ήθελα πολύ να σας βοηθήσω σ αυτό, μα και για μένα τα όρια φαντασίας και πραγματικότητας είναι πολλές φορές δυσδιάκριτα, θολά, γεμάτα χρώμα γκρίζο και σκιές περίεργες. Πόσο πραγματική για παράδειγμα, πόσο υπαρκτή είναι μια σχέση ρουτίνας, πεθαμένη μέσα στην ακινησία της, σε σύγκριση με έναν ανεκπλήρωτο έρωτα και ένα πάθος που δεν σωματοποιείται ποτέ; Μήπως και ο μύθος δεν είναι μια επινοημένη πραγματικότητα, που με την σειρά της επηρεάζει ζωές, συμπεριφορές και επιλογές  και την ίδια στιγμή ανατροφοδοτείται από αντιδράσεις, φήμες και υπονοούμενα; Αν θέλετε να το δούμε με την στενή έννοια, όχι, το μυθιστόρημα δεν κτίστηκε πάνω σε μία πραγματική ιστορία και έχει ελάχιστα αυτοβιογραφικά στοιχεία, μα θαρρώ πως είναι το άθροισμα υπαρκτών βίων σε τέτοιο βαθμό, που καταργεί την μυθιστορία του και εκφράζει την πορεία χιλιάδων ανθρώπων με παρόμοια χαρακτηριστικά. Λίγα ονόματα στο βιβλίο, κυρίως της πολιτικής, είναι φιγούρες υπαρκτές, με ονοματεπώνυμο γνωστό στην πρόσφατη ελληνική ιστορία, μα προτίμησα την ψευδωνυμία τους από φόβο μήπως η συζήτηση μετατοπιστεί σε ματιά στην κλειδαρότρυπα…

Στην εποχή μας θεωρείτε ότι υπάρχουν περισσότεροι μέτριοι βίοι από όσους θα έπρεπε;

Αναμφισβήτητα ναι, μα θάλεγα πως αυτό είναι ένα πρόβλημα διαχρονικό που ξεφεύγει από τα στενά όρια μιας γενιάς ή μιας ιστορικής περιόδου. Όταν η βόλτα μου στους δρόμους μιας πόλης παύει να είναι αυτιστική, αρχίζω και παρατηρώ πρόσωπα, στάσεις σώματος και βλέμματα. Ανθρώπους που κάποτε σχεδίαζαν, πάλευαν, ονειρεύονταν, μα τώρα η παραίτησή τους είναι αποτυπωμένη σε μια ρυτίδα, σε ένα βλέμμα κενό, σε μια ακινησία. Ανάμεσά τους υπάρχουν σίγουρα βίοι αγγέλων και συμπεριφορές δαιμόνων, μα είναι βέβαιο πως ελάχιστοι από αυτούς στόχευαν στην μετριότητα, στο ροκάνισμα του χρόνου, στην αναμονή του μοιραίου. Εάν υπάρχει κάτι πιο επίκαιρο από αυτό, πιο συγκυριακό στον Αλέξανδρο Βαλέτα, τον κεντρικό ήρωα στο βιβλίο, είναι πως συμπυκνώνει την θλιβερή και αθέατη πλευρά της μεταπολιτευτικής γενιάς, εκείνο το κομμάτι δηλαδή που πίστεψε απόλυτα και ανιδιοτελώς σε μια ουτοπία και αρνήθηκε να εξαργυρώσει στο ελάχιστο την κοινωνική προσφορά του  τα δύσκολα χρόνια. Πιστέψτε με, αυτές οι αθέατες, μέτριες με τα κοινωνικά κριτήρια ζωές, φτωχές από πλούτη και συμβιβασμούς, είναι πολύ περισσότερες από όσο νομίζει ο περισσότερος κόσμος. Μα ο χαρακτήρας του Βαλέτα ξεφεύγει από το μαύρο και κόκκινο της ρουλέτας, δηλαδή του τυχαίου, έχει περισσότερους χρωματισμούς, βαθύτερες αναγνώσεις και πολλούς παράγοντες που καθόρισαν τα μονοπάτια που περπάτησε. Απλά πολλά από αυτά είναι υπαινικτικά ή κρύβονται πίσω από φαινομενικά άσχετα περιστατικά…

Τελικά μπορεί στην πραγματικότητα να αλλάξει η ζωή κάποιου την ζωή κάποιου άλλου, όπως έγινε στο βιβλίο και μάλιστα χωρίς ο πρώτος να το γνωρίζει;

Είναι κάτι που με απόλυτα φυσικό τρόπο συμβαίνει συνεχώς και πιθανόν τις περισσότερες φορές το αγνοούμε. Η κλασική φράση που ακούτε από έναν παλιό φίλο όταν συναντιέστε μετά από χρόνια, «θυμάσαι τότε που…», δεν είναι τίποτε άλλο από την απόδειξη πως έχετε χαραχτεί στην μνήμη του σαν συμπεριφορά, σαν αισθητική και σε πολλές περιπτώσεις σαν πρότυπο, αρνητικό ή θετικό. Έχουμε όλοι ανεξαιρέτως την πορεία του Κοντορεβιθούλη. Περπατάμε κοιτώντας μπροστά και αφήνουμε πίσω κηλίδες και ίχνη, με την μορφή μια φράσης, μιας αμαρτίας, ενός βιβλίου, οτιδήποτε, μα σπάνια γυρνάμε το βλέμμα να δούμε ποιος τα μαζεύει όλα αυτά, αν και πως τα χρησιμοποιεί και πόσο αυτά τα αποτυπώματα καθορίζουν τις επιλογές του. Είναι μια κατάσταση χαοτική, πολλές φορές ανεξέλεγκτη, αλλά ξέρετε, πολλές φορές μπορεί να γίνει εξόχως γοητευτική και να δημιουργήσει επιρροές που δεν υπάρχει τρόπος να διαπιστώσουμε τα αποτελέσματά τους σε ζωές αλλότριες…

Τι βιβλία σας αρέσει να διαβάζετε κύριε Τασάκο;

Από επιλογή, αναγκαστική ενασχόληση και συνήθεια τα μυθιστορήματα έχουν συνήθως προτεραιότητα, μα την μεγαλύτερη γοητεία την εντοπίζω στις βιογραφίες ανθρώπων δαιμονισμένων, περιθωριακών, ανήσυχων, παθιασμένων. Ίσως γιατί εκεί παραμονεύει η έκπληξη, μια φρέσκια ματιά σε προβλήματα κοινά ή μια πρόταση για διαδρομές που ποτέ δεν σκέφτηκα να ακολουθήσω. Η ελληνική βιβλιογραφία στον τομέα αυτό δυστυχώς είναι φτωχή και τις περισσότερες φορές ακολουθεί έναν στείρο ακαδημαϊσμό ή μια βαρετή αγιοποίηση…. Από ξένους για παράδειγμα, ο Stefan Zweig είναι μια εξαιρετική περίπτωση, με θαυμαστές ισορροπίες σε γραφή, έρευνα και περιεχόμενο. Μα εάν αναγκαζόμουν να επιλέξω μια εμμονή, τότε νομίζω πως θα έμενα με την ποίηση, που συνεχίζω να θεωρώ το πιο έντονο, το πιο καταλυτικό είδος λογοτεχνικής δημιουργίας. Πιστεύω μάλιστα πως η ελληνική ποίηση, ιδιαίτερα η νεότερη, διαθέτει από τα πιο αξιόλογα κείμενα στον κόσμο και αυτό φυσικά δεν είναι μια άποψη διαμορφωμένη από μία στείρα πατριδολαγνεία, είμαι από τους τελευταίους που θα διαμόρφωναν αντίληψη με βάση τα σύνορα ή τα εθνικά χαρακτηριστικά. Άλλωστε υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι μελετητές παγκόσμια  που συμμερίζονται αυτήν την γνώμη, για λόγους που θα χρειάζονταν πολλές αράδες για να αναλυθούν διεξοδικά…

Πιστεύετε ότι στην σημερινή εποχή υπάρχουν αξιόλογοι σύγχρονοι μας Έλληνες συγγραφείς;

Θα μου επιτρέψετε να επαναλάβω μια άποψη αιρετική που συνήθως αποφεύγω, γιατί δημιουργεί πικρίες με φίλους και συναδέλφους και αντιπαραθέσεις άγονες. Έχουμε αρκετούς συγγραφείς σήμερα, κάποιοι από αυτούς είναι αξιόλογοι, μα ποιητές και λογοτέχνες ελάχιστους. Για μένα η διάκριση ανάμεσα στην αφήγηση και την λογοτεχνία είναι ακόμη υπαρκτή, ζώσα, πολλές φορές υπάρχουν επικαλύψεις, αλλά για να το πω γενικά και λίγο απλοϊκά, είναι δύο σπίτια με διαφορετικά χαρακτηριστικά, απαιτήσεις, κοινό, διαδρομή και αποτέλεσμα. Η απουσία μιας αξιόλογης λογοτεχνικής παραγωγής δεν είναι φυσικά το αποτέλεσμα κάποιων σκοτεινών κέντρων συνωμοσίας, μα αποτυπώνει το κενό μιας κοινωνία πολυδιασπασμένης, μια απαξίωση της ενεργητικής ανάγνωσης και την πεποίθηση πως η επικοινωνία μπορεί να ολοκληρωθεί σε δυο αράδες στο διαδίκτυο και σε βιβλία σαπουνόπερες που απλά αφηγούνται το αυτονόητο και μάλιστα πολλές φορές με τρόπο κακόγουστο, απλοϊκό και προσβλητικό… υπάρχουν πάντα εξαιρέσεις, μα θέλει πολύ υπομονή στην αναζήτηση και πολλές φορές πρέπει να ψάξεις για ώρες στα σκοτεινά ράφια των βιβλιοπωλείων για να τις εντοπίσεις… από την άλλη, μπορώ να κατανοήσω απόλυτα ανθρώπους, που μέσα στην γενική σημερινή μιζέρια, αποφεύγουν αναγνώσεις που θα δυσκολέψουν περισσότερο την διαχείριση μιας προβληματικής καθημερινότητας…

Κύριε Τασάκο γιατί γράψατε ένα βιβλίο;

Από έπαρση, από ματαιοδοξία, ίσως από αλαζονεία. Από μία έφεση στην εκπόρνευση, για να θυμηθώ τον Moliere που έλεγε ότι «Το γράψιμο είναι σαν την πορνεία. Στην αρχή γράφει κανείς για τον εαυτό του. Μετά για τους φίλους και, στο τέλος, για τα λεφτά». Τώρα που το σκέφτομαι επιμένω στη γραφή, ίσως και γιατί από παλιά πίστευα πως αυτό είναι το μόνο πράγμα που μπορώ να κάνω σχετικά καλά. Κάθε συγγραφέας ξέρετε, όταν αρχίζει ένα βιβλίο έχει την ενδόμυχη πεποίθηση πως με την δημοσίευσή του θα επέλθει λογοτεχνικός σεισμός και αγρότες, διανοούμενοι, φοιτητές και ενθουσιασμένες νοικοκυρές θα βγουν στο δρόμο διαδηλώνοντας για το φοβερό του πόνημα. Η ζωή ευτυχώς διαψεύδει παρόμοιες αστειότητες, μα στο τέλος τέλος, ένα βιβλίο καλό ή κακό, είναι ένα κομμάτι σου που το πετάς στην πλατεία και περιμένεις τους περίεργους να πλησιάσουν. Αντιπαθώ ιδιαίτερα τις χαμηλοβλεπούσες μετριοφροσύνες. Συνεχίζω να πιστεύω ότι το κομμάτι που πέταξα σε δημόσια θέα έχει κάτι διαφορετικό να πει και αυτό δεν το μετράω με την ερημία ή τους αλαλαγμούς του πλήθους. Διαγράφει μια αξιοπρεπή πορεία, προκαλεί πολύ ουσιαστικές αντιδράσεις και συζητήσεις, είναι μια αφορμή για μια ζεστή βραδιά με φίλους και έχει ακουμπήσει την αισθητική αξιόλογων ανθρώπων. Τούτα για μένα είναι αρκετά, έχουν πλουτίσει τον χρόνο μου και έχουν εκτονώσει πολλή από την πνευματική ενέργεια που αναζητούσε έναν δημιουργικό τρόπο επικοινωνίας με άγνωστους αποδέκτες…

Να περιμένουμε κάτι άλλο από εσάς στο μέλλον;

Μια συλλογή από ποιητικές απόπειρες και δύο διαφορετικά μυθιστορήματα βρίσκονται ακόμη στο πολύ πρώιμο στάδιο. Μα όλα αυτά πρέπει να γίνουν στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο και δυστυχώς στην λογοτεχνία η έννοια του ωραρίου δεν είναι πάντα αποδοτική. Μια μικρή επίσης συλλογή από διηγήματα έχει κάπως προχωρήσει, αλλά πρόκειται για είδος ιδιαίτερα απαιτητικό με πολλές απαιτήσεις στο «μοντάζ» και την αρχιτεκτονική του. Άλλωστε «Ο μέτριος βίος του Αλέξανδρου Βαλέτα», τους τελευταίους δύο μήνες έχει αποκτήσει μια ιδιαίτερη δυναμική και είναι πολύ πιθανόν να χρειαστούν κάποιες διορθώσεις και προσθήκες για την ανανεωμένη του δημοσίευση…

Θα ήθελα να κλείσουμε με ένα σχόλιο σας.

Αντιπαθώ την μετριότητα, τους μέσους όρους και την επανάληψη. Δύσκολα αναγνωρίζω ορόφους ανάμεσα στο υπόγειο και το ρετιρέ μιας πολυκατοικίας. Μεγάλωσα δίπλα σε φάρους με φως από πολύ  υψηλά πνευματικά αναστήματα και συνεχίζω να ελπίζω στην ουτοπία μιας κλίμακας αξιών που θα μετακομίσει την λογοτεχνία σε ένα δωμάτιο με θέα και θα αναγνωρίσει την μεγάλη θεραπευτική της προσφορά. Παρόλο που σήμερα ακούμε και διαβάζουμε πολλά, διανύουμε μια μακρά περίοδο πνευματικής ραθυμίας και απάθειας και αυτή η φτώχεια είναι δυστυχώς κληρονομική. Ήταν η Nancy Mitford νομίζω που είπε το αμίμητο, «Το χειρότερο σημάδι των καιρών μας είναι ότι το χαρτί της τουαλέτας γίνεται όλο και πιο χοντρό, ενώ το χαρτί των βιβλίων όλο και πιο λεπτό». Μπορείτε να εισπράξετε από αυτό όποια μεταφορική ερμηνεία σας ταιριάζει καλύτερα. Κι όμως στους δρόμους της κάθε πόλης υπάρχουν πάντα άνθρωποι αθέατοι, ταπεινοί, που αναζητούν ένα φως διαφορετικό, λιγότερο πρόχειρο, λιγότερο ευτελές, λιγότερο εφήμερο. Δεν ήταν ποτέ η πλειονότητα σ αυτήν την χώρα και δεν είναι και σήμερα. Είναι οι μέτριοι βίοι που λέγαμε παραπάνω, ενίοτε οι losers, οι άνθρωποι που ερωτοτροπούν καθημερινά με το κοινωνικό περιθώριο και υπομένουν το κενό μιας εκτυφλωτικής βιτρίνας. Θέλω να σας ευχαριστήσω για την προσπάθεια που κάνετε, όχι τόσο γιατί δώσατε χώρο στην δική μου άποψη, όσο για το ότι βοηθάτε την δημόσια συζήτηση να ασχοληθεί με λογοτεχνικές αγωνίες που σπάνια βρίσκουν πρόθυμο ακροατήριο. Αρχίζω όλο και περισσότερο να πιστεύω πως η επανάσταση κάποτε θα προκύψει από τα γεμάτα υπόγεια των βιβλιοπωλείων και τους ανθρώπους εκείνους που επιμένουν να θεωρούν τον πολιτισμό και την λογοτεχνία σαν τους καλύτερους τουριστικούς προορισμούς, καθώς προσφέρουν ένα καταφύγιο, ένα σπίτι φωτεινό, ακόμη και στην πιο απόμακρη γωνιά αυτού του πλανήτη…




     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου